- βανδαλικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει στους Βανδάλους ή έχει σχέση μ' αυτούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < Βάνδαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό Νεοελληνικής Διαλέκτου τού Βυζαντίου Δ. Σκαρλάτου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βανδαλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Βανδάλους. 2. βάρβαρος, σκληρός: Σε καιρό πολέμου οι βανδαλικές πράξεις είναι αναπόφευκτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)